ανασκαφικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανασκαφικός < ανασκαφή
Επίθετο επεξεργασία
ανασκαφικός
- ο σχετικός με την ανασκαφή, που βοηθά στην ανασκαφή
- ανασκαφική αξίνα
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανασκαφικός
|
ανασκαφικός
|