↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανασκαφικός η ανασκαφική το ανασκαφικό
      γενική του ανασκαφικού της ανασκαφικής του ανασκαφικού
    αιτιατική τον ανασκαφικό την ανασκαφική το ανασκαφικό
     κλητική ανασκαφικέ ανασκαφική ανασκαφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανασκαφικοί οι ανασκαφικές τα ανασκαφικά
      γενική των ανασκαφικών των ανασκαφικών των ανασκαφικών
    αιτιατική τους ανασκαφικούς τις ανασκαφικές τα ανασκαφικά
     κλητική ανασκαφικοί ανασκαφικές ανασκαφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανασκαφικός < ανασκαφή

  Επίθετο

επεξεργασία

ανασκαφικός

  1. ο σχετικός με την ανασκαφή, που βοηθά στην ανασκαφή
    ανασκαφική αξίνα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία