αναπηρισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναπηρισμός < αναπηρία + -ισμός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική disablism)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααναπηρισμός αρσενικό
- (νεολογισμός) η διάκριση ή η προκατάληψη εναντίον των ατόμων με αναπηρίες
Συγγενικά
επεξεργασία- μισαναπηρισμός
- → δείτε τη λέξη ανάπηρος