αναδημοσίευση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αναδημοσίευση | οι | αναδημοσιεύσεις |
γενική | της | αναδημοσίευσης* | των | αναδημοσιεύσεων |
αιτιατική | την | αναδημοσίευση | τις | αναδημοσιεύσεις |
κλητική | αναδημοσίευση | αναδημοσιεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναδημοσιεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αναδημοσίευση < αναδημοσιεύω + -ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίααναδημοσίευση θηλυκό
- η εκ νέου δημοσίευση, συνήθως με νεώτερα στοιχεία ή/και σύνθεση
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη αναδημοσιεύω