Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναγόμωση οι αναγομώσεις
      γενική της αναγόμωσης* των αναγομώσεων
    αιτιατική την αναγόμωση τις αναγομώσεις
     κλητική αναγόμωση αναγομώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναγομώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναγόμωση < από το ρήμα αναγομώνω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αναγόμωση θηλυκό

  • το γέμισμα ενός όπλου με εκρηκτική ύλη
  • ειδική επεξεργασία ελαστικών, για τη βελτίωση των φυσικών και μηχανικών του ιδιοτήτων
    Θα αλλάξεις λάστιχα ή θα τα πας για αναγόμωση;

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία