Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αναγραφέας
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
αναγραφ
έας
οι
αναγραφ
είς
γενική
του
αναγραφ
έα
&
αναγραφ
έως
των
αναγραφ
έων
αιτιατική
τον
αναγραφ
έα
τους
αναγραφ
είς
κλητική
αναγραφ
έα
αναγραφ
είς
Κατηγορία
όπως «
αμφορέας
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αναγραφέας
< (
διαχρονικό δάνειο
)
αρχαία ελληνική
ἀναγραφεύς
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αναγραφέας
αρσενικό
(
ιστορία
,
επάγγελμα
)
υπεύθυνος
για την
καταγραφή
των
νόμων
(καθώς και το
όργανο
καταγραφής
)
Ο
Νικόμαχος
ήταν γραμματικός και «
αναγραφέας
νόμων» στην αρχαία Αθήνα, με αντικείμενό του την επίσημη
αναγραφή
νόμων του κράτους σε ειδικές στήλες.
Συγγενικά
επεξεργασία
αναγραφή
→
και
δείτε
τις λέξεις
γραφέας
και
γράφω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αναγραφέας
αγγλικά
:
recorder
(en)