αναβρεξά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναβρεξά < αναβρεξ(ιά) (προφορά /a.na.vreˈksça/) + -ά με αποβολή του ημιφώνου ανάμεσα σε [s] και φωνήεν < ανα- από το στερητικό α- + βρεξ(ι)ά. Δείτε και αναβρέχω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.na.vreˈksa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐βρε‐ξά
Ουσιαστικό
επεξεργασίααναβρεξά θηλυκό
- (ιδιωματικό) η ξηρασία, η ανομβρία[1] (ντοπιολαλιά της Σαντορίνης)
- → δείτε τη λέξη αναβρεξιά
Συνώνυμα
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη ανομβρία
Μεταφράσεις
επεξεργασία αναβρεξά
|