ανήλεος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ανήλεος | η | ανήλεη | το | ανήλεο |
γενική | του | ανήλεου | της | ανήλεης | του | ανήλεου |
αιτιατική | τον | ανήλεο | την | ανήλεη | το | ανήλεο |
κλητική | ανήλεε | ανήλεη | ανήλεο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ανήλεοι | οι | ανήλεες | τα | ανήλεα |
γενική | των | ανήλεων | των | ανήλεων | των | ανήλεων |
αιτιατική | τους | ανήλεους | τις | ανήλεες | τα | ανήλεα |
κλητική | ανήλεοι | ανήλεες | ανήλεα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαανήλεος
- άλλη μορφή του ανηλεής
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανήλεος
|