Χρειάζεται τεκμηρίωση με παραπομπή σε κείμενο, εγχειρίδιο ή λεξικό.


Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμφοτερικός η αμφοτερική το αμφοτερικό
      γενική του αμφοτερικού της αμφοτερικής του αμφοτερικού
    αιτιατική τον αμφοτερικό την αμφοτερική το αμφοτερικό
     κλητική αμφοτερικέ αμφοτερική αμφοτερικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμφοτερικοί οι αμφοτερικές τα αμφοτερικά
      γενική των αμφοτερικών των αμφοτερικών των αμφοτερικών
    αιτιατική τους αμφοτερικούς τις αμφοτερικές τα αμφοτερικά
     κλητική αμφοτερικοί αμφοτερικές αμφοτερικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμφοτερικός < αμφί + έτερος + -ικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθετο επεξεργασία

αμφοτερικός, -ή, -ό

  1. η ιδιότητα κάποιου να ενεργεί εξ αντιθέτου
  2. (χημεία, βιοχημεία, βιολογία) ουσία που μπορεί να ενεργεί άλλοτε ως βάση και άλλοτε ως οξύ
    Τα αμινοξέα παρουσιάζουν αμφοτερική φύση, ιδιαίτερα σημαντική στη δομή και λειτουργία των πρωτεϊνών.

  Μεταφράσεις επεξεργασία