αμφιφυλοφοβία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aɱ.fi.fi.lo.foˈvi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αμ‐φι‐φυ‐λο‐φο‐βί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίααμφιφυλοφοβία θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (ψυχολογία) η αντιδραστική συμπεριφορά ή και επιθετικότητα κατά των αμφιφυλόφιλων
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αμφιφυλοφοβία
|
- ↑ Στο Λεξικό: (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)