αμορφία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αμορφία | οι | αμορφίες |
γενική | της | αμορφίας | των | αμορφιών |
αιτιατική | την | αμορφία | τις | αμορφίες |
κλητική | αμορφία | αμορφίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αμορφία < αρχαία ελληνική ἀμορφία < ἀ- + μορφή
Ουσιαστικό επεξεργασία
αμορφία θηλυκό
- η έλλειψη (συγκεκριμένης) μορφής ή σχήματος
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη μορφή
Μεταφράσεις επεξεργασία
αμορφία