↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμερικανοτουρκικός η αμερικανοτουρκική το αμερικανοτουρκικό
      γενική του αμερικανοτουρκικού της αμερικανοτουρκικής του αμερικανοτουρκικού
    αιτιατική τον αμερικανοτουρκικό την αμερικανοτουρκική το αμερικανοτουρκικό
     κλητική αμερικανοτουρκικέ αμερικανοτουρκική αμερικανοτουρκικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμερικανοτουρκικοί οι αμερικανοτουρκικές τα αμερικανοτουρκικά
      γενική των αμερικανοτουρκικών των αμερικανοτουρκικών των αμερικανοτουρκικών
    αιτιατική τους αμερικανοτουρκικούς τις αμερικανοτουρκικές τα αμερικανοτουρκικά
     κλητική αμερικανοτουρκικοί αμερικανοτουρκικές αμερικανοτουρκικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αμερικανοτουρκικός < αμερικανο- + τουρκικός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.me.ɾi.ka.no.tuɾ.ciˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐με‐ρι‐κα‐νο‐τουρ‐κι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

αμερικανοτουρκικός, -ή, -ό

  • που σχετίζεται με τις ΗΠΑ και την Τουρκία
    ⮡ αμερικανοτουρκική συνθήκη

  Μεταφράσεις

επεξεργασία