↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμερικανογερμανικός η αμερικανογερμανική το αμερικανογερμανικό
      γενική του αμερικανογερμανικού της αμερικανογερμανικής του αμερικανογερμανικού
    αιτιατική τον αμερικανογερμανικό την αμερικανογερμανική το αμερικανογερμανικό
     κλητική αμερικανογερμανικέ αμερικανογερμανική αμερικανογερμανικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμερικανογερμανικοί οι αμερικανογερμανικές τα αμερικανογερμανικά
      γενική των αμερικανογερμανικών των αμερικανογερμανικών των αμερικανογερμανικών
    αιτιατική τους αμερικανογερμανικούς τις αμερικανογερμανικές τα αμερικανογερμανικά
     κλητική αμερικανογερμανικοί αμερικανογερμανικές αμερικανογερμανικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αμερικανογερμανικός < αμερικανο- + γερμανικός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.me.ɾi.ka.no.ʝeɾ.ma.niˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐με‐ρι‐κα‐νο‐γερ‐μα‐νι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

αμερικανογερμανικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία