αμβλύνοια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αμβλύνοια | οι | αμβλύνοιες |
γενική | της | αμβλύνοιας | των | αμβλυνοιών |
αιτιατική | την | αμβλύνοια | τις | αμβλύνοιες |
κλητική | αμβλύνοια | αμβλύνοιες | ||
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος | ||||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αμβλύνοια θηλυκό
- η έλλειψη εξυπνάδας, οξυδέρκειας
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αμβλύνοια
|