αλλοκεντρισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλλοκεντρισμός αρσενικό
- (νεολογισμός) (ψυχολογία) η τάση θεώρησης του άλλου ως κέντρου του κόσμου
- Η αναζήτηση του άλλου διαμορφώνει το εγώ μας και το εγώ υπάρχει μέσω του άλλου. Η εγωγραφία είναι η γεωγραφία τού άλλου. Δεν είναι εγωκεντρισμός. Απεναντίας, είναι αναγνώριση ότι ο άλλος συνιστά το αληθινό κέντρο και έτσι γίνεται ο αληθινός δημιουργός τού εγώ. Αλλοκεντρισμός, λοιπόν. Γιατί ο άλλος είναι εγώ. (*)
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλλοκεντρισμός