αλληλογράφος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλληλογράφος < αλληλο- + -γράφος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλληλογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- που ανταλλάσσει επιστολές με κάποιον άλλο
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλληλογράφος