Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλκυόνα οι αλκυόνες
      γενική της αλκυόνας των αλκυόνων
    αιτιατική την αλκυόνα τις αλκυόνες
     κλητική αλκυόνα αλκυόνες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλκυόνα < αρχαία ελληνική ἀλκυών

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αλκυόνα θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία