↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ἀλκυων-, ἀλκυον-
ονομαστική ἀλκυών αἱ ἀλκυόνες
      γενική τῆς ἀλκυόνος τῶν ἀλκυόνων
      δοτική τῇ ἀλκυόν ταῖς ἀλκυόσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἀλκυόν τὰς ἀλκυόνᾰς
     κλητική ! ἀλκυών ἀλκυόνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀλκυόνε
γεν-δοτ τοῖν  ἀλκυόνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κανών' όπως «κανών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀλκυών < λείπει η ετυμολογία (συχνά παρετυμολογείται από το ἅλς + κυέω)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀλκυών, -όνος θηλυκό

  1. μυθικό πουλί
  2. (πτηνό) η αλκυόνα