αλιφασκιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αλιφασκιά | οι | αλιφασκιές |
γενική | της | αλιφασκιάς | των | αλιφασκιών |
αιτιατική | την | αλιφασκιά | τις | αλιφασκιές |
κλητική | αλιφασκιά | αλιφασκιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αλιφασκιά < μεσαιωνική ελληνική αλισφακιά < αρχαία ελληνική ἐλελίσφακος
Ουσιαστικό
επεξεργασίααλιφασκιά θηλυκό
- (φυτό) (λαϊκότροπο) το φυτό φασκομηλιά
- το αφέψημα που φτιάχνεται από τα φύλλα του (1)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αλιφασκιά
|