αλευρόκρεμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααλευρόκρεμα θηλυκό
- (γαστρονομία) παιδική κρέμα που παρασκευάζεται από σιτάλευρο ή κριθάλευρο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αλευρόκρεμα
|
αλευρόκρεμα θηλυκό
|