γρούτη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γρούτη < αρχαία ελληνική γρύτη και λατινική grutum
Ουσιαστικό επεξεργασία
γρούτη θηλυκό, πληθυντικός γρούτες (κυπριακά)
- (γαστρονομία, ιδιωματικό) η αλευριά ή αλευρέα
Συνώνυμα επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη αλευριά