↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλευροβιομηχανικός η αλευροβιομηχανική το αλευροβιομηχανικό
      γενική του αλευροβιομηχανικού της αλευροβιομηχανικής του αλευροβιομηχανικού
    αιτιατική τον αλευροβιομηχανικό την αλευροβιομηχανική το αλευροβιομηχανικό
     κλητική αλευροβιομηχανικέ αλευροβιομηχανική αλευροβιομηχανικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλευροβιομηχανικοί οι αλευροβιομηχανικές τα αλευροβιομηχανικά
      γενική των αλευροβιομηχανικών των αλευροβιομηχανικών των αλευροβιομηχανικών
    αιτιατική τους αλευροβιομηχανικούς τις αλευροβιομηχανικές τα αλευροβιομηχανικά
     κλητική αλευροβιομηχανικοί αλευροβιομηχανικές αλευροβιομηχανικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αλευροβιομηχανικός < αλευροβιομηχανία + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

αλευροβιομηχανικός, -η, -ο

  1. που αναφέρεται ειδικότερα στην αλευροβιομηχανία ή/και τους αλευροβιομήχανους
    αλευροβιομηχανικός εξοπλισμός, αλευροβιομηχανικές εγκαταστάσεις

  Μεταφράσεις

επεξεργασία