αλευρίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλευρίτης < αλεύρι + -ίτης < αρχαία ελληνική ἀλευρίτης
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλευρίτης αρσενικό, πληθυντικός αλευρίτες
- η αλευριά των αρχαίων Ελλήνων ("αλευρίτης άρτος")
- είδος σιταριού που περιέχει πολύ αλεύρι και αντίθετα πολύ λίγο πίτουρο
- χιόνι με πολύ ψιλές νιφάδες
- (ιατρική): παιδική ασθένεια που προκαλεί αλευρώδη επιδερμίδα
- (γεωλογία): πληθυντικός αλευρίτες: λεπτόκοκκοι άργιλοι ενδιάμεσου μεγέθους μεταξύ ψαμμιτών και πηλιτών
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλευρίτης
|