Δείτε επίσης: Αλευρίτης

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αλευρίτης οι αλευρίτες
      γενική του αλευρίτη των αλευριτών
    αιτιατική τον αλευρίτη τους αλευρίτες
     κλητική αλευρίτη αλευρίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλευρίτης < αλεύρι + -ίτης < αρχαία ελληνική ἀλευρίτης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αλευρίτης αρσενικό, πληθυντικός αλευρίτες

  1. η αλευριά των αρχαίων Ελλήνων ("αλευρίτης άρτος")
  2. είδος σιταριού που περιέχει πολύ αλεύρι και αντίθετα πολύ λίγο πίτουρο
  3. χιόνι με πολύ ψιλές νιφάδες
  4. (ιατρική): παιδική ασθένεια που προκαλεί αλευρώδη επιδερμίδα
  5. (γεωλογία): πληθυντικός αλευρίτες: λεπτόκοκκοι άργιλοι ενδιάμεσου μεγέθους μεταξύ ψαμμιτών και πηλιτών

  Μεταφράσεις επεξεργασία