Αλευρίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Αλευρίτης δείτε Αλευρίτες < (άμεσο δάνειο) διαγλωσσική ορολογία Aleurites < αρχαία ελληνική ἀλευρίτης < ἄλευρον (αντιδάνειο)
Κύριο όνομα επεξεργασία
Αλευρίτης αρσενικό
- ταξινομικός όρος - γένος: ενικός αριθμός του Αλευρίτες γένους αειθαλών δένδρων γαλακτοφόρων της οικογένειας Ευφορβιδών, ιθαγενές Ασίας και Αυστραλίας από τα σπέρματα του οποίου λαμβάνεται το αλευριτέλαιο