αλείαντος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλείαντος < αρχαία ελληνική ἀλείαντος < ἀ- + λειαίνω < λεῖος
Επίθετο επεξεργασία
αλείαντος, -η, -ο
- που δεν έχει λειανθεί
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη λείος
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλείαντος
|