αλβανομάθεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αλβανομάθεια | οι | αλβανομάθειες |
γενική | της | αλβανομάθειας | των | αλβανομαθειών |
αιτιατική | την | αλβανομάθεια | τις | αλβανομάθειες |
κλητική | αλβανομάθεια | αλβανομάθειες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /al.va.noˈma.θi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αλ‐βα‐νο‐μά‐θει‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίααλβανομάθεια θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αλβανομάθεια
|
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .