Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αλβανέλληνας οι αλβανέλληνες
      γενική του αλβανέλληνα των αλβανελλήνων
    αιτιατική τον αλβανέλληνα τους αλβανέλληνες
     κλητική αλβανέλληνα αλβανέλληνες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλβανέλληνας < Αλβαν(ός) + Έλληνας

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /al.vaˈne.li.nas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αλ‐βα‐νέλ‐λη‐νας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αλβανέλληνας αρσενικό (θηλυκό αλβανελληνίδα)

  1. (πατριδωνυμικό) Αλβανός που μεγάλωσε ή ζει πολλά χρόνια στην Ελλάδα
  2. άτομο που έχει αλβανική και ελληνική υπηκοότητα
  3. Έλληνας έχων αλβανικής συνείδησης (που έχει αλβανική συνείδηση)

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία