αλβανέλληνας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /al.vaˈne.li.nas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αλ‐βα‐νέλ‐λη‐νας
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλβανέλληνας αρσενικό (θηλυκό αλβανελληνίδα)
- (πατριδωνυμικό) Αλβανός που μεγάλωσε ή ζει πολλά χρόνια στην Ελλάδα
- άτομο που έχει αλβανική και ελληνική υπηκοότητα
- Έλληνας έχων αλβανικής συνείδησης (που έχει αλβανική συνείδηση)