Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αλατοφύλακας οι αλατοφύλακες
      γενική του αλατοφύλακα των αλατοφυλάκων
    αιτιατική τον αλατοφύλακα τους αλατοφύλακες
     κλητική αλατοφύλακα αλατοφύλακες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλατοφύλακας < αλάτ(ι) + -ο- + -φύλακας

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.la.toˈfi.la.kas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐λα‐το‐φύ‐λα‐κας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αλατοφύλακας αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία