αλατοφύλακας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.la.toˈfi.la.kas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐λα‐το‐φύ‐λα‐κας
Ουσιαστικό
επεξεργασίααλατοφύλακας αρσενικό
- (επάγγελμα, παρωχημένο) φύλακας σε αλαταποθήκη ή αλυκή, ο αλαταποθηκάριος
Μεταφράσεις
επεξεργασία αλατοφύλακας
→ δείτε τη λέξη αλαταποθηκάριος |
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- αλατοφύλακας - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)