↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αλαταποθηκάριος οι αλαταποθηκάριοι
      γενική του αλαταποθηκάριου των αλαταποθηκάριων
    αιτιατική τον αλαταποθηκάριο τους αλαταποθηκάριους
     κλητική αλαταποθηκάριε αλαταποθηκάριοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αλαταποθηκάριος < αλαταποθήκ(η) + -άριος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.la.ta.po.θiˈka.ɾi.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐λα‐τα‐πο‐θη‐κά‐ρι‐ος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αλαταποθηκάριος αρσενικό

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία