πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακτινογράφηση οι ακτινογραφήσεις
      γενική της ακτινογράφησης* των ακτινογραφήσεων
    αιτιατική την ακτινογράφηση τις ακτινογραφήσεις
     κλητική ακτινογράφηση ακτινογραφήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ακτινογραφήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ακτινογράφηση < (ακτινογραφώ) ακτινογραφη- + -ση, (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική radiographie)[1]
ΔΦΑ : /a.kti.noˈɣɾa.fi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ακτινογράφηση

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ακτινογράφηση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία