ακτινογραφώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ακτινογραφώ < ακτινο(γραφία) + -γραφώ ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική radiographier)[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.kti.no.ɣɾaˈfo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κτι‐νο‐γρα‐φώ
Ρήμα
επεξεργασίαακτινογραφώ, πρτ.: ακτινογραφούσα, αόρ.: ακτινογράφησα, παθ.φωνή: ακτινογραφούμαι, π.αόρ.: ακτινογραφήθηκα, μτχ.π.π.: ακτινογραφημένος
- κάνω ακτινογραφία
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ακτινογραφώ | ακτινογραφούσα | θα ακτινογραφώ | να ακτινογραφώ | ακτινογραφώντας | |
β' ενικ. | ακτινογραφείς | ακτινογραφούσες | θα ακτινογραφείς | να ακτινογραφείς | (ακτινογράφει) | |
γ' ενικ. | ακτινογραφεί | ακτινογραφούσε | θα ακτινογραφεί | να ακτινογραφεί | ||
α' πληθ. | ακτινογραφούμε | ακτινογραφούσαμε | θα ακτινογραφούμε | να ακτινογραφούμε | ||
β' πληθ. | ακτινογραφείτε | ακτινογραφούσατε | θα ακτινογραφείτε | να ακτινογραφείτε | ακτινογραφείτε | |
γ' πληθ. | ακτινογραφούν(ε) | ακτινογραφούσαν(ε) | θα ακτινογραφούν(ε) | να ακτινογραφούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ακτινογράφησα | θα ακτινογραφήσω | να ακτινογραφήσω | ακτινογραφήσει | ||
β' ενικ. | ακτινογράφησες | θα ακτινογραφήσεις | να ακτινογραφήσεις | ακτινογράφησε | ||
γ' ενικ. | ακτινογράφησε | θα ακτινογραφήσει | να ακτινογραφήσει | |||
α' πληθ. | ακτινογραφήσαμε | θα ακτινογραφήσουμε | να ακτινογραφήσουμε | |||
β' πληθ. | ακτινογραφήσατε | θα ακτινογραφήσετε | να ακτινογραφήσετε | ακτινογραφήστε | ||
γ' πληθ. | ακτινογράφησαν ακτινογραφήσαν(ε) |
θα ακτινογραφήσουν(ε) | να ακτινογραφήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ακτινογραφήσει | είχα ακτινογραφήσει | θα έχω ακτινογραφήσει | να έχω ακτινογραφήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ακτινογραφήσει | είχες ακτινογραφήσει | θα έχεις ακτινογραφήσει | να έχεις ακτινογραφήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ακτινογραφήσει | είχε ακτινογραφήσει | θα έχει ακτινογραφήσει | να έχει ακτινογραφήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ακτινογραφήσει | είχαμε ακτινογραφήσει | θα έχουμε ακτινογραφήσει | να έχουμε ακτινογραφήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ακτινογραφήσει | είχατε ακτινογραφήσει | θα έχετε ακτινογραφήσει | να έχετε ακτινογραφήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ακτινογραφήσει | είχαν ακτινογραφήσει | θα έχουν ακτινογραφήσει | να έχουν ακτινογραφήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ακτινογραφούμαι | ακτινογραφούμουν | θα ακτινογραφούμαι | να ακτινογραφούμαι | ||
β' ενικ. | ακτινογραφείσαι | ακτινογραφούσουν | θα ακτινογραφείσαι | να ακτινογραφείσαι | ||
γ' ενικ. | ακτινογραφείται | ακτινογραφούνταν | θα ακτινογραφείται | να ακτινογραφείται | ||
α' πληθ. | ακτινογραφούμαστε | ακτινογραφούμασταν ακτινογραφούμαστε |
θα ακτινογραφούμαστε | να ακτινογραφούμαστε | ||
β' πληθ. | ακτινογραφείστε | ακτινογραφούσασταν ακτινογραφούσαστε |
θα ακτινογραφείστε | να ακτινογραφείστε | ακτινογραφείστε | |
γ' πληθ. | ακτινογραφούνται | ακτινογραφούνταν | θα ακτινογραφούνται | να ακτινογραφούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ακτινογραφήθηκα | θα ακτινογραφηθώ | να ακτινογραφηθώ | ακτινογραφηθεί | ||
β' ενικ. | ακτινογραφήθηκες | θα ακτινογραφηθείς | να ακτινογραφηθείς | ακτινογραφήσου | ||
γ' ενικ. | ακτινογραφήθηκε | θα ακτινογραφηθεί | να ακτινογραφηθεί | |||
α' πληθ. | ακτινογραφηθήκαμε | θα ακτινογραφηθούμε | να ακτινογραφηθούμε | |||
β' πληθ. | ακτινογραφηθήκατε | θα ακτινογραφηθείτε | να ακτινογραφηθείτε | ακτινογραφηθείτε | ||
γ' πληθ. | ακτινογραφήθηκαν ακτινογραφηθήκαν(ε) |
θα ακτινογραφηθούν(ε) | να ακτινογραφηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ακτινογραφηθεί | είχα ακτινογραφηθεί | θα έχω ακτινογραφηθεί | να έχω ακτινογραφηθεί | ακτινογραφημένος | |
β' ενικ. | έχεις ακτινογραφηθεί | είχες ακτινογραφηθεί | θα έχεις ακτινογραφηθεί | να έχεις ακτινογραφηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ακτινογραφηθεί | είχε ακτινογραφηθεί | θα έχει ακτινογραφηθεί | να έχει ακτινογραφηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ακτινογραφηθεί | είχαμε ακτινογραφηθεί | θα έχουμε ακτινογραφηθεί | να έχουμε ακτινογραφηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ακτινογραφηθεί | είχατε ακτινογραφηθεί | θα έχετε ακτινογραφηθεί | να έχετε ακτινογραφηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ακτινογραφηθεί | είχαν ακτινογραφηθεί | θα έχουν ακτινογραφηθεί | να έχουν ακτινογραφηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ακτινογραφώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας