Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αθηρεκτομή
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
αθηρεκτομ
ή
οι
αθηρεκτομ
ές
γενική
της
αθηρεκτομ
ής
των
αθηρεκτομ
ών
αιτιατική
την
αθηρεκτομ
ή
τις
αθηρεκτομ
ές
κλητική
αθηρεκτομ
ή
αθηρεκτομ
ές
Κατηγορία
όπως «
ψυχή
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αθηρεκτομή
<
αθήρωμα
+
εκτομή
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αθηρεκτομή
θηλυκό
(
ιατρική
) η (
χειρουργική
)
αφαίρεση
του
αθηρώματος
, της
αθηρωματικής
πλάκας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αθηρεκτομή
αγγλικά
:
atherectomy
(en)
ισπανικά
:
aterectomía
(es)