αθημωνιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αθημωνιά | οι | αθημωνιές |
γενική | της | αθημωνιάς | των | αθημωνιών |
αιτιατική | την | αθημωνιά | τις | αθημωνιές |
κλητική | αθημωνιά | αθημωνιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αθημωνιά < θημωνιά με α- ... • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε; (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή θημωνιά
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.θi.moˈɲa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐θη‐μω‐νιά
Ουσιαστικό
επεξεργασίααθημωνιά θηλυκό
- (δημοτική, ιδιωματικό, λογοτεχνικό) θημωνιά
- ※ σκόρπια τριγύρα, φέγγανε, σαν ένα
γνεφάκι απ' αναμμένη αθημωνιά.- Μιλιτιάδης Μαλακάσης, Ο Τάκη-Πλούμας (1926), 7η στροφή (οι 2 τελευταίοι στίχοι)
※ Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Β΄Γυμνασίου με σημείωση στο γλωσσάρι: αθημωνιά: θημωνιά, σωρός από στάχυα
- Μιλιτιάδης Μαλακάσης, Ο Τάκη-Πλούμας (1926), 7η στροφή (οι 2 τελευταίοι στίχοι)
- ※ σκόρπια τριγύρα, φέγγανε, σαν ένα
Μεταφράσεις
επεξεργασία αθημωνιά
→ δείτε τη λέξη θημωνιά |