αθάλη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αθάλη | οι | αθάλες |
γενική | της | αθάλης | των | αθαλών |
αιτιατική | την | αθάλη | τις | αθάλες |
κλητική | αθάλη | αθάλες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αθάλη < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική αθάλη < αρχαία ελληνική αἰθάλη (με υποχωρητική αφομοίωση [e-a < a-a])
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈθa.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐θά‐λη
Ουσιαστικό επεξεργασία
αθάλη θηλυκό
- άλλη μορφή του αιθάλη
Μεταφράσεις επεξεργασία
αθάλη
|