↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αερολογικός η αερολογική το αερολογικό
      γενική του αερολογικού της αερολογικής του αερολογικού
    αιτιατική τον αερολογικό την αερολογική το αερολογικό
     κλητική αερολογικέ αερολογική αερολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αερολογικοί οι αερολογικές τα αερολογικά
      γενική των αερολογικών των αερολογικών των αερολογικών
    αιτιατική τους αερολογικούς τις αερολογικές τα αερολογικά
     κλητική αερολογικοί αερολογικές αερολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αερολογικός < αερολογ(ία) + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

αερολογικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία