Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αεροδιακομιδή οι αεροδιακομιδές
      γενική της αεροδιακομιδής των αεροδιακομιδών
    αιτιατική την αεροδιακομιδή τις αεροδιακομιδές
     κλητική αεροδιακομιδή αεροδιακομιδές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αεροδιακομιδή < αερο- + διακομιδή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αεροδιακομιδή θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία