↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αεροβιολογικός η αεροβιολογική το αεροβιολογικό
      γενική του αεροβιολογικού της αεροβιολογικής του αεροβιολογικού
    αιτιατική τον αεροβιολογικό την αεροβιολογική το αεροβιολογικό
     κλητική αεροβιολογικέ αεροβιολογική αεροβιολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αεροβιολογικοί οι αεροβιολογικές τα αεροβιολογικά
      γενική των αεροβιολογικών των αεροβιολογικών των αεροβιολογικών
    αιτιατική τους αεροβιολογικούς τις αεροβιολογικές τα αεροβιολογικά
     κλητική αεροβιολογικοί αεροβιολογικές αεροβιολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αεροβιολογικός < αεροβιολογ(ία) + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

αεροβιολογικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία