αδόλεσχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο/η | αδόλεσχος | το | αδόλεσχο | ||
γενική | του/της | αδόλεσχου | του | αδόλεσχου | ||
αιτιατική | τον/την | αδόλεσχο | το | αδόλεσχο | ||
κλητική | αδόλεσχε | αδόλεσχο | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | οι | αδόλεσχοι | τα | αδόλεσχα | ||
γενική | των | αδόλεσχων | των | αδόλεσχων | ||
αιτιατική | τους/τις | αδόλεσχους | τα | αδόλεσχα | ||
κλητική | αδόλεσχοι | αδόλεσχα | ||||
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -η. | ||||||
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «χοληδόχος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αδόλεσχος < αρχαία ελληνική ἀδόλεσχος
Επίθετο
επεξεργασίααδόλεσχος, -η, -ο
- (αρχαΐζον) φλύαρος
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αδόλεσχος
|