↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγοραιοποίηση οι αγοραιοποιήσεις
      γενική της αγοραιοποίησης των αγοραιοποιήσεων
    αιτιατική την αγοραιοποίηση τις αγοραιοποιήσεις
     κλητική αγοραιοποίηση αγοραιοποιήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αγοραιοποίηση < αγοραί(ος) + -ο- + -ποίηση

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ɣo.ɾe.oˈpi.i.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γο‐ραι‐ο‐ποί‐η‐ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αγοραιοποίηση θηλυκό

  • (νεολογισμός) η διαδικασία μετατροπής για κάποιον ή κάτι σε αγοραίο
    ※  ...σε παγκόσμιο επίπεδο η επιχείρηση για την πλήρη ιδιωτικοποίηση του εκπαιδευτικού συστήματος έχει ξεκινήσει εδώ και μερικές δεκαετίες. Χρονολογείται από τη δεκαετία του ’80 σε ΗΠΑ και Βρετανία με την εισαγωγή αμιγώς τεχνοκρατικών όρων που αντικαθιστούν τις παιδαγωγικές αρχές, με την επέκταση της «ελεύθερης» γονεϊκής επιλογής και την «αγοραιοποίηση της Παιδείας». (Χρήστος Κάτσικας, Οι γονείς-πελάτες και ο μαθητής-προϊόν, Εφημερίδα των Συντακτών, 31 Ιουλίου 2017)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr