αγκτηριασμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγκτηριασμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγκτηριασμός αρσενικό
- ο ακρωτηριασμός των γυναικείων γεννητικών οργάνων που εφαρμόζεται παραδοσιακά σε κάποιες μουσουλμανικές χώρες
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αγκτηριασμός