Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα αγιωτικά
      γενική των αγιωτικών
    αιτιατική τα αγιωτικά
     κλητική αγιωτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγιωτικά, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αγιωτικός στον πληθυντικό

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αγιωτικά ουδέτερο στον πληθυντικό

  1. οτιδήποτε σχετίζεται με τη θρησκεία
  2. θεραπευτικά μέσα διαφόρων ασθενειών με τη χρησιμοποίηση θεραπευτικών τελετών, όπως οι παρακλήσεις, οι αγιασμοί, οι εξορκισμοί, ή αντικειμένων, όπως το κάπνισμα με αγιασμένα φύλλα ελιάς ή με άνθη του επιταφίου ( αγιολούλουδα)

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

αγιωτικά