αγερσανιώτικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αγερσανιώτικος < Αγερσανιώτ(ης) + -ικος
Επίθετο επεξεργασία
αγερσανιώτικος, -η, -ο
- ο σχετικός με το χωριό Αγερσανί
Μεταφράσεις επεξεργασία
αγερσανιώτικος
|
αγερσανιώτικος, -η, -ο
|