αγγουράκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αγγουράκι | τα | αγγουράκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | αγγουράκι | τα | αγγουράκια |
κλητική | αγγουράκι | αγγουράκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αγγουράκι, υποκοριστικό του αγγούρι
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγγουράκι ουδέτερο