cornichon
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
cornichon | cornichons |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcornichon (fr) αρσενικό
- το υπόξινο αγγουράκι που κόπηκε πριν μεγαλώσει και διατηρείται σε ξίδι σαν καρύκευμα
- (μεταφορικά) ο ανόητος, ο χαζός, ο βλάκας, ο μπουμπούνας