↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το αγγελιοφόρο RNA
      γενική του αγγελιοφόρου RNA
    αιτιατική το αγγελιοφόρο RNA
     κλητική αγγελιοφόρο RNA
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αγγελιοφόρο RNA < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική messenger RNA. → δείτε και τις λέξεις αγγελιοφόρος και RNA.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aŋ.ɟe.li.oˈfo.ɾo aɾ.enˈei/

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

αγγελιοφόρο RNA ουδέτερο, μόνο στον ενικό

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • αγγελιοφόροςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)