αβγαριά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αβγαριά | οι | αβγαριές |
γενική | της | αβγαριάς | των | αβγαριών |
αιτιατική | την | αβγαριά | τις | αβγαριές |
κλητική | αβγαριά | αβγαριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. Κλίση ιδιωματικού, με τύπους όπως στην κοινή νεοελληνική. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.vɣaˈɾi̯a/ (προσέγγιση προφοράς ιδιωματικού)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βγα‐ριά
Ουσιαστικό επεξεργασία
αβγαριά θηλυκό
- (ιδιωματικό, Εύβοια) δέντρο του είδους Όα η ήμερος (Sorbus domestica) που μοιάζει με τη μηλιά, του γένους Malus, οικογένεια Rosaceae
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- στην καθαρεύουσα: ἀβγαρέα
- Sorbus domestica στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
αβγαριά
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Βλαστός, Πέτρος (1931) [αναθεώρηση 1989], Συνώνυμα και συγγενικά, σελ. 21 @books.google
Πηγές επεξεργασία
- ἀβγαρέα - ⌘ Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης»
- Η μεταγραφή της φωνητικής γραφής, σύμφωνα με τον Κανονισμό του λεξικού.