Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η έξυπνη πόλη οι έξυπνες πόλεις
      γενική της έξυπνης πόλης των έξυπνων πόλεων
    αιτιατική την έξυπνη πόλη τις έξυπνες πόλεις
     κλητική έξυπνη πόλη έξυπνες πόλεις
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

έξυπνη πόλη < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική smart city, → δείτε τις λέξεις έξυπνος και πόλη

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈe.ksi.pni ˈpo.li/

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

έξυπνη πόλη θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία