Δείτε επίσης: αψά, αψιά

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η άψα οι άψες
      γενική της άψας των αψών
    αιτιατική την άψα τις άψες
     κλητική άψα άψες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

άψα < άψη +

  Ουσιαστικό επεξεργασία

άψα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία