άψη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | άψη | οι | άψες |
γενική | της | άψης | των | αψών |
αιτιατική | την | άψη | τις | άψες |
κλητική | άψη | άψες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- άψη < μεσαιωνική ελληνική άψη < αρχαία ελληνική ἅψις < ἅπτομαι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαάψη θηλυκό