άχορδος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άχορδος | η | άχορδη | το | άχορδο |
γενική | του | άχορδου | της | άχορδης | του | άχορδου |
αιτιατική | τον | άχορδο | την | άχορδη | το | άχορδο |
κλητική | άχορδε | άχορδη | άχορδο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άχορδοι | οι | άχορδες | τα | άχορδα |
γενική | των | άχορδων | των | άχορδων | των | άχορδων |
αιτιατική | τους | άχορδους | τις | άχορδες | τα | άχορδα |
κλητική | άχορδοι | άχορδες | άχορδα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- άχορδος < χορδή
Επίθετο
επεξεργασίαάχορδος
- αυτός που δεν έχει χορδές
Μεταφράσεις
επεξεργασία άχορδος
|