άσφιχτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άσφιχτος | η | άσφιχτη | το | άσφιχτο |
γενική | του | άσφιχτου | της | άσφιχτης | του | άσφιχτου |
αιτιατική | τον | άσφιχτο | την | άσφιχτη | το | άσφιχτο |
κλητική | άσφιχτε | άσφιχτη | άσφιχτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άσφιχτοι | οι | άσφιχτες | τα | άσφιχτα |
γενική | των | άσφιχτων | των | άσφιχτων | των | άσφιχτων |
αιτιατική | τους | άσφιχτους | τις | άσφιχτες | τα | άσφιχτα |
κλητική | άσφιχτοι | άσφιχτες | άσφιχτα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- άσφιχτος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαάσφιχτος, -η, -ο
- όχι σφιγμένος, χαλαρός, ξέσφιχτος
- ⮡ η βάνα έμεινε άσφιχτη και το νερό έτρεχε για πολλή ώρα
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία άσφιχτος