↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άσφιχτος η άσφιχτη το άσφιχτο
      γενική του άσφιχτου της άσφιχτης του άσφιχτου
    αιτιατική τον άσφιχτο την άσφιχτη το άσφιχτο
     κλητική άσφιχτε άσφιχτη άσφιχτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άσφιχτοι οι άσφιχτες τα άσφιχτα
      γενική των άσφιχτων των άσφιχτων των άσφιχτων
    αιτιατική τους άσφιχτους τις άσφιχτες τα άσφιχτα
     κλητική άσφιχτοι άσφιχτες άσφιχτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
άσφιχτος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

άσφιχτος, -η, -ο

  • όχι σφιγμένος, χαλαρός, ξέσφιχτος
    ⮡  η βάνα έμεινε άσφιχτη και το νερό έτρεχε για πολλή ώρα

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία